- ἀντιδιαστέλλονται
- ἀντί-διαστέλλωput asunderpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοφυόδοντα — τα ζωολ. διαίρεση τών θηλαστικών τα οποία διατηρούν σε όλη τη ζωή τους την πρώτη τους οδοντοφυΐα και που αντιδιαστέλλονται προς τα διφυόδοντα, στα οποία η πρώτη οδοντοφυΐα παραχωρεί τη θέση της στη δεύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek